ζωτικός

ζωτικός
ζωτικός, ή, όν, ([etym.] ζῶ)
A fit for giving or maintaining life,

ἐπιθυμία Pl. Ti.91b

;

δυνάμιες Ti.Locr.100d

, cf. D.S.2.51 ([comp] Sup.), Gal.15.506;

πνεῦμα LXXWi.15.11

;

ἰκμάς Corn.ND2

;

φῶς Porph.Marc.13

;

τὸ ὑγρὸν -ώτερον τοῦ ξηροῦ Arist.GA761a27

, cf. 733a11; [

ἔαρ] -ωτάτη ὥρα Thphr.CP1.13.4

.
II full of life, alive, Pl.R.610e, Thphr. HP1.14.2, Porph.Gaur.16.3,5; τὰ τήθυα ζωτικώτερα τῶν σπόγγων more like animals, Arist.PA681a10; τὰ -ώτατα μέρη (of the body) Plu.2.130b. Adv. -κῶς, ἔχειν to be fond of life, Id.Cat.Mi.70.
2 characteristic of life, vital,

τὸ αὐτὰ ὑφ' αὑτῶν κινεῖσθαι ζωτικόν Arist. Ph.255a6

; τόνος, πνεῦμα, φύσις, Stoic.2.235, 241,272;

κίνησις Herm.

ap.Stob.1.41.7, cf. Plot.6.7.5 ([comp] Comp.), Porph.Sent.37;

κατὰ τὸ ζ. Procl.Inst.189

. Adv. -κῶς ib.39, Dam.Pr.79, Herm. ap. Stob.l.c.
3 ζ. χρόνος duration of life, Vett.Val.132.4; of works of Art, true to life, τὸ ζ. φαίνεσθαι πῶς ἐνεργάζῃ τοῖς ἀνδριᾶσιν; X.Mem.3.10.6;

-ώτατα ἐξεργάσασθαι Plu.2.668d

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζωτικός — fit for giving masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικός — I (14ος αι.). Ζωγράφος και καλλιγράφος. Το έργο του Μηνιαίο βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του πατριαρχείου της Αλεξανδρείας, κώδικας αρ. 435. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ζ. ο μάρτυς. Βλ. λ. Μάρτυρες δέκα εν Κρήτη. 2. Ζ. ο μάρτυς.… …   Dictionary of Greek

  • ζωτικός — ή, ό 1. δραστήριος, ενεργητικός: Ζωτικός άνθρωπος. 2. σπουδαίος: Συμφέροντα ζωτικής σημασίας. – Ζωτικές ανάγκες. 3. ζωογονητικός: Ζωτικές τροφές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ζωτικός Παρασπόνδυλος — (15ος αι.). Ποιητής. Έγραψε, μεταξύ άλλων, ποιήματα 645 ανομοιοκατάληκτων στίχων για τη νίκη του σουλτάνου Μουράτ Β’ κατά των Ούγγρων και Πολωνών (1444). Η ποίησή του παρουσιάζει μόνο γραμματολογικό ενδιαφέρον …   Dictionary of Greek

  • ζωτικά — ζωτικός fit for giving neut nom/voc/acc pl ζωτικά̱ , ζωτικός fit for giving fem nom/voc/acc dual ζωτικά̱ , ζωτικός fit for giving fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικώτερον — ζωτικός fit for giving adverbial comp ζωτικός fit for giving masc acc comp sg ζωτικός fit for giving neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικῶν — ζωτικός fit for giving fem gen pl ζωτικός fit for giving masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικόν — ζωτικός fit for giving masc acc sg ζωτικός fit for giving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικώτατα — ζωτικός fit for giving adverbial superl ζωτικός fit for giving neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικώτατον — ζωτικός fit for giving masc acc superl sg ζωτικός fit for giving neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζωτικαῖς — ζωτικός fit for giving fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”